χορδαψός

χορδαψός
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ιατρ. χορδαψία
μσν.-αρχ.
νόσος τών εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + -αψός (< ἅψος «κλείδωση, άρθρωση» < ἅπτω, με παρετυμολ. επίδραση τού ὄψις), πρβλ. λυκ-αψός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χορδαψός — a disease in the great guts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδαψοῦ — χορδαψός a disease in the great guts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδαψούς — χορδαψός a disease in the great guts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδαψῷ — χορδαψός a disease in the great guts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδαψόν — χορδαψός a disease in the great guts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

  • χορδαψία — η, Ν [χορδαψός] (παλ. όρος) ιατρ. ινώδεις συμφύσεις που σχηματίζονται γύρω από το έντερο και οφείλονται σε φλεγμονή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”